- Ποσειδωνίου
- Ποσειδώνιονsacred to Poseidonneut gen sgΠοσειδώνιοςsacred to Poseidonmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αντικύθηρα — Μικρό νησί (17,95 τ. χλμ., 44 κάτ.) μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης, που λέγεται και Τσιριγότο. Αποτελεί την ομώνυμη κοινότητα, σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Αίγιλα. Το 1204 έγινε κτήμα του Βενετού Βιάρου … Dictionary of Greek
Γέμινος ή Γεμίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος από τη Ρόδο (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Στωικός, που προσπάθησε να εκλαϊκεύσει τις μετεωρολογικές διδασκαλίες του Ποσειδωνίου. Από το έργο του έχει σωθεί η Εισαγωγή εις τα φαινόμενα (όπου υπάρχει και… … Dictionary of Greek
Университет Аристотеля в Салониках — Университет имени Аристотеля в Салониках греч. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης … Википедия
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… … Dictionary of Greek
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
Απάμεια — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Η Φαρνάκη της Συρίας, που ονομάστηκε έπειτα Πέλλα από τους πρώτους Μακεδόνες και αργότερα Α. από το όνομα της συζύγου του Σέλευκου A’ του Νικάτορα. Ήταν το δεύτερο σημαντικό κέντρο της Συρίας, μετά την Αντιόχεια, με… … Dictionary of Greek
Ασκληπιόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος και μαθητής του στωικού Ποσειδωνίου (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ασχολήθηκε με την εξήγηση φυσικών φαινομένων (σεισμών, κεραυνών, βροχής). Έγραψε τα Τακτικά. 2. Α. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.).… … Dictionary of Greek
Κλεομήδης — (2ος αι. μ.Χ.). Αστρονόμος. Σώζεται σε δύο βιβλία το σύγγραμμά του Κυκλική θεωρία μετεώρων, το περιεχόμενο του οποίου έχει επηρεαστεί από το έργο του αστρονόμου Ποσειδωνίου. Πρόκειται για εκλαϊκευτικό έργο, που εκθέτει τις αστρονομικές γνώσεις… … Dictionary of Greek